Saturday, January 25, 2020

Requiescat in Pace



Παράξενος που είναι ο θάνατος.
Μια ισχυρή λέξη που προκαλεί πόνο, θλίψη και σύγχυση.

Δεν θα έπρεπε όμως, σύμφωνα με τα σοφά λόγια του Επίκουρου:
“Ο θάνατος δεν θα πρέπει να μας απασχολεί, επειδή όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών και όταν ο θάνατος είναι παρών, εμείς δεν υπάρχουμε.”


Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε παρά να επηρεαζόμαστε από ένα τέτοιο γεγονός.
Συνήθως υπάρχουν δυο κατηγορίες αντιδράσεων.
Η υπερβολικά συναισθηματική μέσω κλάματος, οργής , απομόνωσης
και η υπερβολικά ψυχρή.
Στην δεύτερη κατηγορία έχω πετύχει τον εαυτό μου τις περισσότερες φορές.
Εδώ δεν υπάρχουν συναισθήματα, μόνο σκέψεις,
οι οποίες έχουν να κάνουν πάντα με τον εαυτό του υποκειμένου. Σκέψεις όπως, “πόσο ακόμα έχω..;;”, “τι κάνω με την ζωή μου”, “μήπως πρέπει να περνάω περισσότερο χρόνο με τα αγαπημένα μου πρόσωπα..;;”, ”ποια και πόσα είναι αρκετά”, “είμαι αρκετός..;;” et cetera.
Σκέψεις που έχουν την ρίζα τους στο αυτονόητο… “memento mori”.


Ο “Πάππους” , όπως τον φωνάζαμε είχε φτάσει σε άσχημο σημείο. Είχε χάσει το μυαλό του, την πραγματικότητα του και το μισό αναπνευστικό του.
Αλλά άντεξε 4 χρόνια, όταν οι γιατροί του δίνανε 4 βδομάδες.
Πάντοτε έτσι ήταν. Σκυλί μαύρο.
Δούλευε από τα 12 του τσομπάνης. Στα 19 του μπάρκαρε με το πρώτο του πλοίο.
Η θάλασσα του άρεσε, τον ηρεμούσε, άλλωστε από μικρός πήγαινε και βρεχόταν στα βότσαλα του “Βάλτου” και στα γραφικά Σύβοτα.
Κάποια στιγμή η ζωή τον ανάγκασε να ξενιτευτεί στην Γερμάνια. Κι εκεί δούλεψε σε εργοστάσια και αργότερα σε ορυχεία. Έμενε από δω και από κει για να συντηρεί τις 6 αδελφές του και την ανάξια γυναίκα του.
Όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα του αγόρασε με το μπαγιόκο του ελαιόδεντρα και μέχρι τα βαθειά γεράματα του τα καλλιεργούσε ολημερίς.
Ένας πολύ εργατικός άνθρωπος, λάτρης της καθαριότητας και της ταξινόμησης. Πολύ συναισθηματικός και κουβαρντάς, όποιος ζητούσε από τον Μπαρμπα-Πάνο έπαιρνε χωρίς αντάλλαγμα. Αγαπούσε περισσότερο τους γύρω του απ’ ότι τον εαυτό του
και εκεί ήταν το λάθος του.
Δεν νοιάστηκε μια μέρα για την πάρτη του, ήξερε το τρίπτυχο δουλειά–σπίτι-καφενείο και το υπηρέτησε μέχρι τελευταίας του αναπνοής.


Χθες το βράδυ, η κόρη του-με την οποία δεν διατηρώ πλέον και τις καλύτερες σχέσεις- με ενημέρωσε πως μόλις είχε φύγει.
“Επιτέλους ηρέμησε”, είπα μέσα μου.
Σήμερα τον χαιρετούσανε.
Στεναχωρήθηκα που δεν μπόρεσα να πάω στην τελετή του.
Ήταν ένας άνθρωπος που όσο μεγάλωνα εκτιμούσα και περισσότερο,
ήταν αυτοδημιούργητος, περήφανος και μερακλής.


Ανάθεμα και αν πέρα από τα ελαιόδεντρα, κληρονόμησα τα μισά από τα κότσια του,
από την ηθική του σίγουρα πάντως τίποτε. 
Γι αυτό και μάλλον δεν το βλέπω να ξανασυναντιόμαστε, 
αν όμως τύχει και την σκαπουλάρω για τα “άνω διαμερίσματα” 
θα ήθελα να συνεχίσουμε εκείνη την κολτσίνα που είχαμε αφήσει στη μέση
το καλοκαίρι του 15’.
Γιατί εγώ μέσα μου αυτόν τον Παππού θα θυμάμαι.
Τον φτασμένο, τον αριστοκράτη, τον λεβέντη.


Καλό ταξίδι,

Ο  “Μαγκαρέλος” σου.

2 comments:

master said...

Να ζήσεις να τον θυμάσαι φίλε. Στο καλό κι από εμένα Πάνο.

Onlyson said...

Σε ευχαριστώ φίλε Master !!